Εφαρμογή του

initial στα ελληνικά
initial
λέγεται
ινισιάλ
.
initial
σημαίνει στα ελληνικά
αρχικός / πρωταρχικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- marge / deposit : αρχική εγγύηση / αρχική κατάθεση
- Pre-IPC / conférence de planification pré-initiale : Pre-IPC / προπαρασκευαστική σύσκεψη σχεδίασης
- acompte / versement initial : κατάθεση / προκαταβολή
- revenir / réarmer : επαναθέτω / επανοπλίζω
- décote / marge de sécurité : κούρεμα / απομείωση
- Emilyo / Erasmus militaire : ευρωπαϊκό Erasmus / ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανταλλαγή νέων αξιωματικών
- initiale : αρχικό(το)
- amorce / séquence d'instructions initiales : αρχικό πρόγραμμα εκκίνησης
- tack / poisseux : το κολλώδες
- préambule / synchroniseur initial : προοίμιο / προπορευόμενο σήμα συγχρονισμού
Subscribe
0 Comments