Εφαρμογή του

initiation στα ελληνικά
initiation
λέγεται
ινισιασιόν
.
initiation
σημαίνει στα ελληνικά
μύηση / εισαγωγή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- initiation : έναρξη μηχανισμού αλλοίωσης / έναρξη μηχανισμού μετάλλαξης
- initiation : μύηση
- initiation : έναρξη / εκκίνηση
- réticulation / initiation de la réticulation : δικτύωση
- âge d'initiation : ηλικία έναρξης
- rite initiatique / rite d'initiation : τελετή μύησης / τελετουργία της μυήσεως
- âge d'initiation : ηλικία μυήσεως / ηλικία ενάρξεως
- codon d'initiation : κωδικόνιο έναρξης
- cours d'initiation : μαθήματα μύησης στην εργασία
- cours d'initiation : εισαγωγικά μαθήματα
Subscribe
0 Comments