Εφαρμογή του

initier στα ελληνικά
initier
λέγεται
ινισιέ
.
initier
σημαίνει στα ελληνικά
μυώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- initier : μυώ / εισάγω
- initié : πρόσωπο που κατέχει εμπιστευτική θέση
- délit d'initié / opération d'initié : πράξη προσώπου που είναι κάτοχος εμπιστευτικών πληροφοριών
- opération d'initié / opération irrégulière effectuée par un «initié» : αδίκημα χρησιμοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών
- délit d'initié / opération d'initiés : αδίκημα μέλους του χρηματιστηρίου / πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες
- règlement MAR / règlement sur les opérations d'initiés et les manipulations de marché (abus de marché) : MAR / Κανονισμός για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς
- client "initié" : εγκαινιαστής πελάτης
- initié aux médias / éduqué aux médias : ο έχων παιδεία για τα μέσα
- résistance à la déchirure initiée par une aiguille : αντοχή σε απόσχιση που οφείλεται σε βελονιά
- Convention sur les opérations financières des "initiés" : Σύμβαση για τις χρηματοπιστωτικές πράξεις προσώπων τα οποία είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών
Subscribe
0 Comments