Εφαρμογή του

inondé στα ελληνικά
inondé
λέγεται
ινονντέ
.
inondé
σημαίνει στα ελληνικά
πλημμυροπαθής
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- zone inondée / champ d'inondation : πεδίον κατακλύσεως
- terre inondée : κατακλυζόμενες γαίες
- glace inondée : κατακλυσμένος πάγος
- riziculture inondée : ορυζοκαλλιέργεια δια κατακλύσεως
- terres inondées à la marée haute : γαίαι κατακλυζόμεναι υπό πλημμυρίδος
- un territoire est inondé, s'inonde : μια περιοχή πλημμυρίζει / μια περιοχή κατακλύζεται
- le terrain riverain se sature d'eau,s'inonde,se dessèche : η περιοχή γύρω από τον ποταμό είναι κορεσμένη από νερό,πλημμυρίζει,αποξηραίνεται
Subscribe
0 Comments