Εφαρμογή του

insalubre στα ελληνικά
insalubre
λέγεται
ενσαλύμπρ
.
insalubre
σημαίνει στα ελληνικά
νοσηρός / ανθυγιεινός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- insalubre : ανθυγιεινό
- quartier délabré / quartier insalubre : ανθυγιεινή περιοχή / υποβαθμισμένη περιοχή
- maladie des tours / maladie des gratte-ciel : σύνδρομο ανθυγιεινής πολυκατοικίας
- logement insalubre / habitation insalubre : οίκημα ακατάλληλο για κατοίκηση
Subscribe
0 Comments