Εφαρμογή του

inscrit στα ελληνικά
inscrit
λέγεται
ενσκρί
.
inscrit
σημαίνει στα ελληνικά
γραμμένος / εγγεγραμμένος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- inscrire / passer en compte : εγγράφω / καταχωρώ
- député non inscrit / non-inscrit (Admitted) : μη εγγεγραμμένος βουλευτής
- titre coté / action cotée : εισηγμένη μετοχή
- p.m. / pour mémoire : p.m. / εγγραφή σε λογαριασμούς τάξεως
- s'abonner : εγγράφομαι / γίνομαι συνδρομητής
- site inscrit : καταγεγραμμένη τοποθεσία
- NI / Non inscrits : ΜΕ / Μη Εγγεγραμμένοι
- animal inscrit / animal enregistré : ζώο γραμμένο στο γενεαλογικό μητρώο
- élevage inscrit / élevage généalogique : γενεαλογική επιλογή
- chômeur inscrit / chômeur enregistré : δηλωθείς άνεργος
Subscribe
0 Comments