Εφαρμογή του

installer στα ελληνικά
installer
λέγεται
ενσταλέ
.
installer
σημαίνει στα ελληνικά
εγκαταστώ / τοποθετώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- installé et testé : εγκατεστημένο και δοκιμασμένο
- capacité installée / capacité de production installée : εγκατεστημένη χωρητικότητα
- puissance installée : εγκαταστημένη ισχύς
- puissance installée : εγκατεστημένη ισχύς
- dispositif installé : εγκατεστημένες διατάξεις
- installer un circuit : υλοποίηση κυκλώματος
- installer un logiciel / initialiser un logiciel : εγκαθιστώ πρόγραμμα πακέτου λογισμικού
- puissance nette installée : καθαρή εγκατεστημένη ισχύς
- matériel installé à poste fixe : σταθερός εξοπλισμός
- puissance calorifique installée : εγκατεστημένη θερμική ισχύς
Subscribe
0 Comments