Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

insuffisant στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
insuffisant
λέγεται
ενσυφιζάν
.
insuffisant
σημαίνει στα ελληνικά
ανεπαρκής / λιγοστός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • joint maigre / joint insuffisant : ελλειμματική συγκόλληση
  • résine manquante / carence en résine : ανεπάρκεια ρητίνης
  • dosage insuffisant : ανεπαρκής δόση
  • R40 / effet cancérogène suspecté - preuves insuffisantes : Ρ40
  • S38 / en cas de ventilation insuffisante, porter un appareil respiratoire approprié : Σ38 / σε περίπτωση μη επαρκούς αερισμού,χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή
  • paiement insuffisant : ανεπαρκής πληρωμή
  • emballage défectueux / emballage insuffisant : ελαττωματική συσκευασία
  • blindage insuffisant : μπλεντάζ / ανεπαρκής θωράκιση
  • ouvraison insuffisante : ανεπαρκής επεξεργασία
  • résistance insuffisante : ανεπαρκής αντίστασις

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments