Εφαρμογή του

interdit στα ελληνικά
interdit
λέγεται
εντερντί
.
interdit
σημαίνει στα ελληνικά
απαγορευμένος / απαγόρευση / iΙ est interdit απαγορεύεται
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- interdit : φραγμένος
- interdit : Απαγορευμένος
- TIPMF / traité sur l'arrêt de la production de matières fissiles : FMCT / Συνθήκη για την απαγόρευση παραγωγής σχάσιμων υλικών.
- gap / interbande : ενεργειακό χάσμα / ενεργειακό διάκενο
- DNT / do not track : Do Not Track / περιήγηση υπό συνθήκες μη ανίχνευσης
- code interdit : μη αποδεκτός κώδικας
- clause noire / clause interdite : μαύρη ρήτρα / ρήτρα μαύρης λίστας
- raie interdite : απαγορευμένη γραμμή
- zone interdite : απαγορευμένη περιοχή
- zone interdite : απαγορευμένη ζώνη
Subscribe
0 Comments