Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

interpréter στα ελληνικά
interpréter
λέγεται
εντερπρετέ
.
interpréter
σημαίνει στα ελληνικά
ερμηνεύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- interpréter : διερμηνεύω
- interprète : διερμηνέας
- interprète / interpréteur : διερμηνευτικό πρόγραμμα
- guide-interprète / guide touristique : ξεναγός
- pivot / interprète-pivot : διερμηνέας αναμεταδότης
- EULITA / Association européenne des traducteurs et interprètes juridiques : Ευρωπαϊκή Ένωση Νομικών Διερμηνέων και Μεταφραστών
- arrêt interprété : ερμηνευόμενη απόφαση
- Convention internationale sur la protection des artistes interprètes ou exécutants, des producteurs de phonogrammes et des organismes de radiodiffusion / Convention de Rome : Διεθνής Σύμβαση περί της προστασίας των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης
- SAFIR / Système d'affectation des interprètes aux réunions : σύστημα κατανομής των διερμηνέων στις συνεδριάσεις
- interprète-adjoint : κατώτερος διερμηνέας / Aναπληρωτής διερμηνέας
Subscribe
0 Comments


