Εφαρμογή του

investiture στα ελληνικά
investiture
λέγεται
ενβεστιτύρ
.
investiture
σημαίνει στα ελληνικά
ανάδειξη / ορκωμοσία / χρίσμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- débat d'investiture : συζήτηση ανάθεσης εντολής
- discours d'investiture : λόγος κατά την ανάληψη των καθηκόντων
Subscribe
0 Comments