Εφαρμογή του

inviter στα ελληνικά
inviter
λέγεται
ενβιτέ
.
inviter
σημαίνει στα ελληνικά
προσκαλώ / καλώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- invité : προσκεκλημένος
- agent invité : προσκεκλημένος υπάλληλος
- expert invité : επισκέπτης συνεργάτης
- orateur invité : προσκεκλημένος ομιλητής
- étudiant invité : επισκέπτης σπουδαστής
- effet guest-host / effet invité-hôte : φαινόμενο "οικοδεσπότη-φιλοξενούμενου"
- enseignant invité : επισκέπτης καθηγητής
- cellule guest-host / cellule invité-hôte : χρωμοστοιχείο
- personnalité extérieure / personnalité invitée à prendre la parole : προσκεκλημένος ομιλητής
- participer en qualité d'invité spécial : συμμετέχω ως ειδικός προσκεκλημένος
Subscribe
0 Comments