Εφαρμογή του

irréductible στα ελληνικά
irréductible
λέγεται
ιρεντυκτίμπλ
.
irréductible
σημαίνει στα ελληνικά
αμείωτος / αδιάσειστος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- irréductible : ο μη ανατάξιμος
- irréductible : μη μειούμενο / μη μετατρέψιμο
- hernie irréductible : μη ανατάξιμη κήλη
- chômage irréductible : αμείωτο ποσοστό ανεργίας
- souscription à titre irréductible / souscription à titre préférentiel : προσφορά προτιμησιακής αναλήψεως
Subscribe
0 Comments