Εφαρμογή του

irriguer στα ελληνικά
irriguer
λέγεται
ιριγκέ
.
irriguer
σημαίνει στα ελληνικά
αρδεύω / ποτίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- irriguer : αρδεύω
- sol irrigué : αρδευόμενο έδαφος
- culture irriguée : αρδευτική καλλιέργεια
- culture irriguée / culture en terrain irrigué : αρδευομένη καλλιέργεια
- pâturage irrigué : αρδευομένη βοσκή
- culture irriguée : αρδευόμενη καλλιέργεια
- périmètre irrigué : αρδευμένη ζώνη / ποτισμένη ζώνη
- structure irriguée : υδροπληρωμένη κατασκευή
- superficie irriguée : αρδευόμενη έκταση
- superficie irriguée : αρδευθείσα έκτασις
Subscribe
0 Comments