Εφαρμογή του

itinéraire στα ελληνικά
itinéraire
λέγεται
ιτινερέρ
.
itinéraire
σημαίνει στα ελληνικά
δρομολόγιο / διαδρομή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- itinéraire : διαδρομή
- itinéraire : διαδρομή / δρομολόγιο
- itinéraire / liste des départs : δρομολόγιο / πίνακας κατάπλων
- itinéraire : οδός / λεωφόρος
- trajet / itinéraire : διαδρομή
- route ATS / voie aérienne : αερογραμμή / διαδρομή σε ελεγχόμενο εναέριο χώρο
- voie suivie / voie empruntée : ακολουθούμενη διαδρομή / ακολουθούμενο δρομολόγιο
- détournement / déviation d'itinéraire : εκτροπή από το δρομολόγιο
Subscribe
0 Comments