Εφαρμογή του

jetée στα ελληνικά
jetée
λέγεται
ζετέ
.
jetée
σημαίνει στα ελληνικά
προκυμαία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- digue / jetée : προβλήτα
- jetée : προβλήτας
- jetée / dépôt provisoire intermédiaire : χώρος συγκεντρώσεως,τόπος συγκεντρώσεως
- jetées : λεμενοβραχίονας
- S29 / ne pas jeter les résidus à l'égout : Σ29 / μη ρίχνετε τα υπολείμματα στην αποχέτευση
- jeté sur / superposition : επικάλυψη
- JE / jet(prononcer jette) : ηλεκτρονική ειδησεογραφία / ηλεκτρονική συγκέντρωση ειδήσεων
- jette-feu / grille basculante : σχάρα ανατρεπόμενη
- labour jeté / labour à plat : όργωμα με το οποίο επιτυγχάνεται αναστροφή του εδάφους / όργωμα με το οποίο επιτυγχάνεται ισοπέδωση του εδάφους
- jeté de soie : επικάλυψη
Subscribe
0 Comments