Εφαρμογή του

jointure στα ελληνικά
jointure
λέγεται
ζουεντύρ
.
jointure
σημαίνει στα ελληνικά
κλείδωση / αρμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- join / jointure : ένωση / σύνδεση
- jointure : άρθρωση
- jointure : εξέχων αρμός χυτού
- collage / joint collé : κόλλημα / αρμός κόλλας
- équijointure / équi-jointure : ισοσύνδεση
- jointure zigzag : ραφή ζιγκ-ζαγκ
- jointure soudée : συγκολλημένη πλευρική ραφή
- jointure soudée : συγκολλημένη ραφή / κασσιτεροκολλημένη ραφή
- jointure de Budin : άρθρωση Budin
- jointure naturelle : φυσική ένωση / φυσική σύνδεση
Subscribe
0 Comments