Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

judiciaire στα ελληνικά
judiciaire
λέγεται
ζυντισιέρ
.
judiciaire
σημαίνει στα ελληνικά
δικαστικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- juridiction / compétence : δικαιοδοσία
- procédure / droit procédural : δικονομικό δίκαιο
- ressort / compétence : αρμόδιo δικαστήριo, δικαιoδoσία / δικαιοδοσία
- instruction / information judiciaire : ανακριτική πράξη / διεξαγωγή αποδείξεων
- Eurojust / Agence européenne de coopération judiciaire en matière pénale : Eurojust / Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης
- Eurojust / Unité européenne de coopération judiciaire : Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας / Eurojust
- poursuite / procédure : διαδικασία
- policier / agent de la force publique : LEO / αστυνομικός υπάλληλος
- REJECIV / réseau judiciaire européen en matière civile et commerciale : REJECIV / Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις
- Pro Eurojust / Unité provisoire de coopération judiciaire : Pro Eurojust / Προσωρινή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας
  Subscribe 
 0 Comments



