Εφαρμογή του

lacer στα ελληνικά
lacer
λέγεται
λασέ
.
lacer
σημαίνει στα ελληνικά
δένω / σφίγγω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lacer : προσδένω
- point lacé : ραφή χεριού στα μοκασέν
- machine à lacer les cartons : μηχανισμός θηλυκώματος καρτών
Subscribe
0 Comments