Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

lacet στα ελληνικά
lacet
λέγεται
λασέ
.
lacet
σημαίνει στα ελληνικά
κορδόνι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lacet / orientation : στροφή του ανεμοκινητήρα προς τη φορά του ανέμου
 - lacet : ταλάντωση περί τον κατακόρυφο άξονα
 - lacet : κορδόνι
 - lacet : φουρκέτα / ανακάμπτων ελιγμός
 - biais / lacet : γωνιακή απόκλιση
 - lacet / mouvement de lacet : παρέκλιση / οφιοειδής κίνηση
 - lacet : στροφική οριζόντια ταλάντωση
 - embarder / faire des lacets : παροιακίζω / κάνω παρατιμονιά(κν.)
 
  Subscribe 
 0 Comments


