Εφαρμογή του

lamelle στα ελληνικά
lamelle
λέγεται
λαμέλ
.
lamelle
σημαίνει στα ελληνικά
φύλλo
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lamelle : φυλλίδιο
- lamelle : μικρό έλασμα του αργαλειού
- lamelle : χαρακιά
- lamellé / bois lamellé : πλακώδης ξυλεία
- volet / lamelle transparente : περσίδα
- lame adnée / lamelle adnée : συμφυές έλασμα
- lame / porte-objet : πλακίδιο μικροσκοπίου / αντικειμενοφόρος πλάκα
- BLC / bois lamellé-collé : συγκολλητή ξυλεία
- âme lamellée : πυρήνας ελασμάτων
- bois lamellé / bois lamellé en feuillets : ξύλο σε φύλλα / ξύλο σε ελασμάτια
Subscribe
0 Comments