Εφαρμογή του

lancée στα ελληνικά
lancée
λέγεται
λανσέ
.
lancée
σημαίνει στα ελληνικά
φόρα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lancer / mettre à l'eau : καθελκύω / ρίχνω στη θάλασσα(κν.)
- lançons / équilles : αμμόχελα
- lançons / équilles : αμμόχελο
- lançons / équilles : SAN / αμμόχελο
- lance : αυλός / ακροφύσιο
- lance : σωλήνας επιμήκυνσης αυλού
- lance : ακροσωλήνιο
- lance : λόγχη
- lance : εξακοντιστήρας ύδατος / σωλήνας εξακοντίσεως ύδατος
- \SAN / lançons : αμμόχελο
Subscribe
0 Comments