Εφαρμογή του

lancement στα ελληνικά
lancement
λέγεται
λανσμάν
.
lancement
σημαίνει στα ελληνικά
λανσάρισμα / εκτόξευση / καθέλκυση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lancement : θέτω σε κυκλοφορία
- lancement : καθέλκυση
- lancement : καθολκή / καθέλκυση
- lancement : ώθηση
- lancement / mise à l'eau : καθέλκυση
- démarreur / moteur de démarrage : μίζα / κινητήρας εκκίνησης
- CDL / blockhaus : κέντρο ελέγχου εκτόξευσης
- lancement : εκτόξευση
- spécimen / exemplaire de lancement : δείγμα / προαντίτυπο
- pas de tir / aire de lancement : βάση εκτόξευσης / εξέδρα εκτόξευσης
Subscribe
0 Comments