Εφαρμογή του

lapin στα ελληνικά
lapin
λέγεται
λαπέν
.
lapin
σημαίνει στα ελληνικά
κουνέλι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lapin : κουνέλι
- FITC / immunoglobine anti-lapin conjuguée avec l'isothiocyanate de fluorescéine : FITC / σύμπλοκο ισοθειοκυανικής φλουορεϊσίνης και αντι-ανοσοσφαιρίνης κουνελιού
- sigans / poissons lapins : αγριόσαλπες
- SPI / sigans : αιμμοραγική νόσος του κουνελιού
- germanos / poisson lapin : γερμανός / άσπρη αγριόσαλπα
- germanos / poisson-lapin : λαγοειδή
- lapin nain : κουνέλι νάνος / κόνικλος νάνος
Subscribe
0 Comments