Εφαρμογή του

larve στα ελληνικά
larve
λέγεται
λαρβ
.
larve
σημαίνει στα ελληνικά
σκουλήκι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- larve : σχεδών / προνύμφη
- larve : νύμφη εντόμου
- larve : μεταξοσκώληκας στο στάδιο προνύμφης
- tipule / larve de diptère : tipula / σιλφίδες
- taupin / forgeron : αγριότης προνύμφη
- néonate / larve primaire : Λάρβα πρώτου σταδίου
- ver fil de fer / ver fil-de-fer : σιδηροσκώληκας
- larve de poisson : νεοσσός
- larve d'abeilles : προνύμφη
- inflation larvée / inflation masquée : λανθάνων πληθωρισμός
Subscribe
0 Comments