Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

laryngite στα ελληνικά
laryngite
λέγεται
λαρενζίτ
.
laryngite
σημαίνει στα ελληνικά
λαρυγγίτιδα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- laryngite aiguë : οξεία λαρυγγίτιδα
- croup spasmodique / laryngite striduleuse : σπασμώδης (τρισμώδης λαρυγγίτιδα / σπασμώδης (τρισμώδης) λαρυγγίτιδα
- chordite tubéreuse / laryngite granuleuse : οζώδης χορδίτιδα
- laryngite chronique : χρόνια λαρυγγίτιδα
Subscribe
0 Comments


