Εφαρμογή του

laveur στα ελληνικά
laveur
λέγεται
λαβέρ
.
laveur
σημαίνει στα ελληνικά
πλύντης
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- laveur / lessiveur : πλυντρίδα
- laveur / cylindre laveur : έλαστρο πλύσεως / κύλινδρος πλύσεως
- laveur / laveuse de ferme : μηχανή πλύσης / μηχανή πλύσης αγροκτήματος
- laveur / laveuse : πλυντήριο με περιστρεφόμενο τύμπανο / μηχανή πλύσης με περιστροφικό τύμπανο
- laveur / dispositif de lavage : πλυντρίδα υγρού καθαρισμού / μηχάνημα καθαρισμού αέρα με ψεκασμό νερού
- laveur / dépoussiéreur : συλλεκτήρας σκόνης
- laveuse : πλυντήριο
- lav'oeil / lave-oeil : ντους ματιών
- autolaveur / laveur automatique : αυτόματο πλυντήριο
- tube-laveur : σωλήνας πλύσης
Subscribe
0 Comments