Εφαρμογή του

lent στα ελληνικά
lent
λέγεται
λαν
.
lent
σημαίνει στα ελληνικά
αργός / αργόστροφος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fissile / fissile par neutrons lents : σχάσιμο από βραδέα νετρόνια
- tonneau ralenti / tonneau lent : βραδεία περιστροφή / βραδύς διατοιχισμός
- vide-lent : βραδεία εκκένωση
- immersion / trempage lent : εμποτισμός με ελεύθερη εμβάπτιση
- arbre lent : άξονας χαμηλής ταχύτητας
- cycle lent / cycle terminal court : συντετμημένος κύκλος σπουδών
- maturation / vieillissement : βραδεία ζύμωση
- onde lente : αργό κύμα
- mèche lente / fusée à temps : θρυαλλίδα ασφαλείας
- avant lente / doucement en avant : πρόσω σιγά
Subscribe
0 Comments