Εφαρμογή του

lentille στα ελληνικά
lentille
λέγεται
λαντίγ
.
lentille
σημαίνει στα ελληνικά
φακή / φακός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- glace / lentille : φακός
- lentille : φακός για εστίαση
- lentille : φακός
- lentille / lentille radioélectrique : φακός / ραδιοφακός
- bonnette / lentille additionnelle : βοηθητικός φακός
- objectif / lentille frontale : αντικειμενικός φακός
- lentilles : φακές
Subscribe
0 Comments