Εφαρμογή του

léser στα ελληνικά
léser
λέγεται
λεζέ
.
léser
σημαίνει στα ελληνικά
ζημιώνω / αδικώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- R41 / risque de lésions oculaires graves : Ρ41 / κίνδυνος σοβαρών οφθαλμικών βλαβών
- victime / partie lésée : ζημιωθείς
- partie lésée : ζημιωθέν συμβαλλόμενο μέρος
- partie lésée / partie victime : ζημιωθείς διάδικος
- léser un droit : προσβάλλω δικαίωμα
- l'Etat membre lésé : το ζημιούμενο Kράτος μέλος
- lésions par animaux : δήγματα ζώων
- lésions corporelles : σωματικές κακώσεις
- agent s'estimant lésé : πράκτορας ο οποίος θεωρεί ότι θίγεται
- anomalie chromosomique / lésions chromosomiques : χρωμοσωμική ανωμαλία / χρωμοσωμική βλάβη
Subscribe
0 Comments