Εφαρμογή του

lessivé στα ελληνικά
lessivé
λέγεται
λεσιβέ
.
lessivé
σημαίνει στα ελληνικά
ξεθεωμένος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lessive : αλισίβα
- lessive : αλισίβα/ισχυρό αλκαλικό διάλυμα
- lessif / lessive : αλκαλικό διάλυμα
- lessif / lessive : σκόνη καθαρισμού
- lessiver / lixivier : εκπλύω / αποπλύω
- liqueur noire (Preferred) / lessive noire : μαύρο υγρό πολτοποίησης
- E524 / soude caustique : υδροξείδιο του νατρίου
- détergents / préparations pour lessives : απορρυπαντικά / παρασκευάσματα για πλύσιμο(αλισίβες)
- sol lessivé : εκπλυμένο έδαφος
Subscribe
0 Comments