Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

léthargie στα ελληνικά
léthargie
λέγεται
λεταρζί
.
léthargie
σημαίνει στα ελληνικά
λήθαργος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- léthargie : λήθαργος
- léthargie : ληθαργία
- torpeur / léthargie : αδράνεια / νωθρότητα
- semi-léthargie : ημιλήθαργος
- léthargie hivernale : χειμερινός λήθαργος
Subscribe
0 Comments


