Εφαρμογή του

leurre στα ελληνικά
leurre
λέγεται
λερ
.
leurre
σημαίνει στα ελληνικά
δέλεαρ / δόλος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- leurre / appelant : απομίμηση πτηνού
- leurre : παραπλανητικό / παραπλανητικό όχημα
- leurre : παραπλανητικό όχημα
Subscribe
0 Comments