Εφαρμογή του

lèvre στα ελληνικά
lèvre
λέγεται
λεβρ
.
lèvre
σημαίνει στα ελληνικά
χείλος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lèvre / buvant : χείλος
- lèvre : χείλη
- levre : κράσπεδο
- SBZ / sar tambour : σταθερό χείλος
- lèvre fixe : σταθερό χείλος
- mulet lippu / muge à grosse lèvre : βελανίτσα
- sar tambour / sar à grosses lèvres : ζεμπρασαργός
- lèvre de feu : αντιπυρική φλάντζα / αντιπυρικό περιαυχένιο
Subscribe
0 Comments