Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

licencié στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
licencié
λέγεται
λισανσιέ
.
licencié
σημαίνει στα ελληνικά
πτυχιούχος / απολυμένος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • licencié / titulaire d'une licence : ο προς ον εκχωρείται η άδεια / δικαιούχος άδειας εκμετάλλευσης
  • licencié : δικαιοδόχος
  • licencié / bénéficiaire de la licence : λαμβάνων άδεια
  • licencier : απολύω
  • sous-licencié : ο προς ον υπεκχωρείται η άδεια
  • deuxième licencié : δεύτερος δικαιοδόχος
  • droits du licencié : δικαιώματα του κατόχου άδειας χρήσης
  • licencier l'équipage / payer et congédier un équipage : απολύω ένα πλήρωμα / πληρώνω και θέτω σε αργία ένα πλήρωμα
  • congédier sans préavis / licencier sans préavis : απολύω με άμεση καταγγελία / απολύω με άτακτη καταγγελία
  • licencié en sociologie : πτυχιούχος Κοινωνιολογίας

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments