Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

licenciement στα ελληνικά
licenciement
λέγεται
λισανσιμάν
.
licenciement
σημαίνει στα ελληνικά
απόλυση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- licenciement : απόλυση εργαζομένου
- cuisson / licenciement : πυροδότηση/έναυση
- lettre de congé / lettre de préavis : έγγραφο καταγγελίας
- délai de préavis / période de préavis : προθεσμία καταγγελίας
- décharge anticipée / licenciement anticipé : πρόωρη εξαγωγή από το νοσοκομείο
- licenciement massif / licenciement collectif : ομαδική απόλυση
- licenciement abusif : καταχρηστική απόλυση
- licenciement abusif : παράνομη απόλυση
- droit de licenciement : δικαίωμα απόλυσης / δικαίωμα καταγγελίας του εργοδότη
Subscribe
0 Comments


