Εφαρμογή του

lien στα ελληνικά
lien
λέγεται
λιαν
.
lien
σημαίνει στα ελληνικά
δεσμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lien / relation : σχέση / συσχέτιση
- lien : Πράξη πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης
- lien / indicateur de liaison : σύνδεσμος / ενδείκτης σύνδεσης
- LARD / lien entre l'aide d'urgence, la réhabilitation et le développement : ΣΑΑΑ / Σύνδεση Αρωγής, Αποκατάστασης και Ανάπτυξης
- lien : σύνδεσμος
- bit L / bit de lien : δυαδικό ψηφίο σύνδεσης
- partage / agrégation de liens : ζεύξη κέντρων
- lien mort / lien brisé : νεκρή σύνδεση / νεκρός σύνδεσμος
- hyperlien (Preferred) / lien hypertexte : υπερ-ζεύξη / υπερ-σύνδεση
- DÉCONNEXION / déconnexion : DISC / αποσυνδέω
Subscribe
0 Comments