Εφαρμογή του

lièvre στα ελληνικά
lièvre
λέγεται
λιεβρ
.
lièvre
σημαίνει στα ελληνικά
λαγός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lièvre / capucin : λαγός
- \LUM / lompe : LUM / κοτόψαρο
- léporidés / lièvres et lapins : λαγοειδή
- lagure ovale / queue de lièvre : γατάκι / λαγάκι
- lièvre belge : βελγικός λαγός / κουνέλι βελγικό
- lièvre commun : λαγός ο κοινός / λαγός ο ευρωπαϊκός
- contre-pointe / patte de lièvre : αντέλασμα σιδηροτροχιάς
- pied-de-lièvre / trèfle des champs : τριφύλλι το αρουραίο
- patte de lièvre / dactyle aggloméré : δακτυλίδα / Δακτυλίς η στρογγυλόμορφη
- patte de lièvre / dactylepelotonné : δάκτυλος
Subscribe
0 Comments