Εφαρμογή του

ligaturer στα ελληνικά
ligaturer
λέγεται
λιγκατυρέ
.
ligaturer
σημαίνει στα ελληνικά
επιδένω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ligaturer : συνδέω / συναρμολογώ
- ligature : δεσμοδέτηση καλωδίων / δέσιμο καλωδίων σε δέσμη
- ligature : δέσιμο ράβδων
- ligature : σύμπλεγμα
- bandage / ligature : περίδεση / απολίνωση
- ligature : σύνδεση
- digramme / ligature : σύμπλεγμα
- ligature en 8 : περίδεσις σε 8
- fil de ligature : σύρμα σύνδεσης / σύρμα για συνδέσεις
- fer sans ligature : σιδηρή ράβδος χωρίς συνδετήρες
Subscribe
0 Comments