Εφαρμογή του

lignite στα ελληνικά
lignite
λέγεται
λινιίτ
.
lignite
σημαίνει στα ελληνικά
λιγνίτης
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lignite / houille brune : λιγνίτης / φαιάνθρακας
- mélasse / cire de Montana : λιγνιτόκηρος / κηρός μοντάνα
- montanwachs / cire de lignite : κηρός από λιγνίτη
- lignite séché : ξηραμένος λιγνίτης
- lignite séché : ξηρός λιγνίτης
- lignite ancien : παλαιός λιγνίτης
- lignite récent : πρόσφατος λιγνίτης
- mine de lignite : εξόρυξη λιγνίτη
- coke de lignite : οπτάνθρακας από λιγνίτη
- cire de lignite : κερί από λιγνίτη
Subscribe
0 Comments