Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

limitrophe στα ελληνικά
limitrophe
λέγεται
λιμιτρόφ
.
limitrophe
σημαίνει στα ελληνικά
παραμεθόριος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
