Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

limogeage στα ελληνικά
limogeage
λέγεται
λιμοζάζ
.
limogeage
σημαίνει στα ελληνικά
καθαίρεση / παύση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
