Εφαρμογή του

lion στα ελληνικά
lion
λέγεται
λιόν
.
lion
σημαίνει στα ελληνικά
λιοντάρι / λέων
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- Leo / Lion : Λέωv
- SEL / otarie à crinière : πικραλίδα
- chrysope / lion des pucerons : χρυζόπη
- pissenlit / dent-de-lion : αφάκη / πικραλίδα
- singe-lion : λεοντοπίθηκος
- lion d'Asie : ασιατικός λέων / ασιατικό λεοντάρι
- pied de lion / alchémille vulgaire : αλχεμίλλα η κοινή
- Golfe du Lion : ο κόλπος του Λέοντος
- queue de lion : μοχλός κλίσης
Subscribe
0 Comments