Εφαρμογή του

liquider στα ελληνικά
liquider
λέγεται
λικιντέ
.
liquider
σημαίνει στα ελληνικά
διαλύω / καθαρίζω / ξεπουλώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- robinet / robinet à liquide : δικλείδα / στρόφιγγα
- réserves / réserves liquides : ρευστά διαθέσιμα / αποθέματα σε ρευστό
- réaliser / donner une forme liquide à : εξαργυρώνω / πραγματοποιώ
- tall oil / résine liquide : ταλλέλαιο / ρευστή ρητίνη
- liquide : υγρό
- liquidité / avoir liquide : ρευστά περιουσιακά στοιχεία
- CLHP-PI / chromatographie liquide haute performance en phase inverse : υγροχρωματογραφία υψηλής απόδοσης αντίστροφης φάσης / RP-HPLC
- arrosage / irrigation : υγρόψυξη
- aréomètre / aéromètre : υδρόμετρο / αραιόμετρο
- surnageant / liquide surnageant : υπερκείμενο υγρό
Subscribe
0 Comments