Εφαρμογή του

lire στα ελληνικά
lire
λέγεται
λιρ
.
lire
σημαίνει στα ελληνικά
διαβάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- L / ITL : L / ITL
- lire : αναγιγνώσκω
- CLFC / combustion en lit circulant : καύση σε κυκλοφορούσα ρευστοποιημένη κλίνη
- CLFB / combustion en lit fluidisé : καύση ρευστοστερεάς κλίνης / καύση σε παφλάζουσα ρευστοποιημένη κλίνη
- lit : κοίτη
- MTL / lire maltaise : MTL / λίρα Μάλτας
- TRL / lire turque : TRL / τουρκική λίρα
- CLFP / combustion en lit fluidisé sous pression : καύση ρευστοποιημένης κλίνης υπό πίεση
- MBBR / réacteur filtrant sur lit mobile : MBBR / αντιδραστήρας βιολογικής μεμβράνης επί κινητής βάσεως
- AFBC / combustion atmosphérique sur lit fluidisé : ατμοσφαιρική καύση σε ρευστοποιημένη κλίνη
Subscribe
0 Comments