Εφαρμογή του

litière στα ελληνικά
litière
λέγεται
λιτιέρ
.
litière
σημαίνει στα ελληνικά
στρωμνή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- litière : φυλλόστρωση
- litière : στρώμνα / στρωμνή
- sapinette / litière forestière : πευκόχωμα
- litière paillée : αχυροστρωμνή
- étable à litière : στάβλος με μακρόστενα διαμερίσματα
- litière feuillue : ξηροτάπης
- litière profonde : αχυροστρωμνή δαπέδου
- litière de paille : αχυροστρωμνή
- étable avec paille / étable à litière accumulée : στάβλος με άχυρο / στάβλος με αχυροστρωμνή
- tourbe pour litière : τύρφη για επίστρωση σταύλων
Subscribe
0 Comments