Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

locataire στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
locataire
λέγεται
λοκατέρ
.
locataire
σημαίνει στα ελληνικά
ενοικιαστής / νοικάρης
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • sous-locataire : υπενοικιαστής
  • unité locataire : μισθωτής
  • sous-locataire : επενοικιαστής
  • locataire-gérant : μισθωτής-διαχειριστής
  • débitant locataire : μισθωτής
  • locataire en meublé / locataire d'une chambre meublée : ένοικος
  • réparation des dégâts causés par le locataire : επανόρθωση ζημιών που προξένησε ο μισθωτής
  • droit d'option du locataire sur l'acquisition de la propriété du bien : δικαίωμα επιλογής του μισθωτή σχετικά με την κτήση κυριότητας του περιουσιακού στοιχείου

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments