Εφαρμογή του

locomotion στα ελληνικά
locomotion
λέγεται
λοκομοσιόν
.
locomotion
σημαίνει στα ελληνικά
μετακίνηση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- locomotion articulée : αρθρωτή μετακίνηση
- fonction de locomotion : λειτουργία μετακινήσεως
- trouble de la locomotion : κινητικό πρόβλημα
- locomotion sur les genoux : γονυ-μετακίνησις
- locomotion de machine avancée : προηγμένη μετακίνηση μηχανών
- dommage résultant de la locomotion aérienne : ζημίες οφειλόμενες στην πτώση αεροσκαφών / ζημίες οφειλόμενες στην πτώση αντικειμένων από αεροσκάφη
Subscribe
0 Comments