Εφαρμογή του

logarithme στα ελληνικά
logarithme
λέγεται
λογκαρίτμ
.
logarithme
σημαίνει στα ελληνικά
λογάριθμος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- logarithme / MUL : βαθμολογία lod / βαθμολογία λογάριθμου του κλάσματος των πιθανοτήτων
- logarithme décimal / logarithme vulgaire : lods
- loi du logarithme itéré : νόμος του επαναλαμβανόμενου λογάριθμου
- contrainte en fonction du logarithme de la vitesse du fluage secondaire : καταπόνηση σε συνάρτηση του λογάριθμου της δευτερεύουσας ταχύτητας ερπυσμού
Subscribe
0 Comments