Εφαρμογή του

loge στα ελληνικά
loge
λέγεται
λοζ
.
loge
σημαίνει στα ελληνικά
λόζα / θεωρείο / στοά / καμαρίνι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- loge : κοιλότητα
- loger : στεγάζω / τακτοποιώ
- loger : εξασφαλίζω κατάλυμα
- logette / loge individuelle : ατομικό διαμέρισμα ενσταβλισμού
- cab signal / signal d'abri : σήμα θαλάμου οδήγησης / σήμα στο θάλαμο οδήγησης
- agent logé : υπάλληλος εγκατεστημένος σε υπηρεσιακό οίκημα
- case à porcs / loge à porcs : κελλί χοιροστασίου
- porte de loge : θύρα διαμερίσματος
- loge nymphale / chambre de nymphose : θάλαμος νυμφοποιήσεως
- personnel logé : στεγαζόμενο προσωπικό
Subscribe
0 Comments